κατοικίαν

κατοικίαν
κατοικίᾱν , κατοικία
habitation
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • RHACOTES — Alexandria prius sic dicta, Stephan. Strabo: Κατοικίαν δ᾿ αὐτοῖς ἔδοςαν τὴν προςαγορευομένην Π῾αχῶτιν, ἡ νῦν μὲν τῶν Α᾿λεξανδρέων πόλεώς ἐςτι μέρος, τὸ ὑπερκείμενον τῶν νεωρίων, τοτὲ δὲ χώμη ὑπῆρχε. Pausanias in Eliacis prioribus, ubi de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προσφιλοκαλώ — έω, Α 1. διακοσμώ κάτι με καλαισθησία («ἀναθήματα καὶ βιβλιοθήκας καὶ τὴν... κατοικίαν τοῡ Περγάμου... ἐκεῑνος προσεφιλοκάλησε», Στράβ.) 2. (για καλλιτέχνη) αγαπώ την ομορφιά («ἤδη δέ τινες καὶ προσφιλοκαλοῡντες», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * +… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”